τσαχπίνης, -α, -ικο

τσαχπίνης, -α, -ικο
(λ. τουρκ.)
1. πονηρός, καταφερτζής, κατεργάρης.
2. επιδέξιος στις ερωτοδουλειές, ναζιάρης, καμωματής: Τσαχπίνα γυναίκα, τους τρέλανε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσαχπίνης — και τσακπίνης, α, ικο, Ν 1. πονηρός, κατεργάρης 2. σκερτσόζος, ναζιάρης και ερωτιάρης 3. καταφερτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. capkin] …   Dictionary of Greek

  • τσακπίνης, -α, -ικο — βλ. τσαχπίνης, α, ικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσακπίνης — α, ικο, Ν βλ. τσαχπίνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”